- νομιμοποιώ
- légaliser
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νομιμοποιώ — νομιμοποιώ, νομιμοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νομιμοποιώ — έω καθιστώ κάτι νόμιμο, προσδίδω εκ τών υστέρων νόμιμο χαρακτήρα σε πράξη ή κατάσταση αρχικά παράνομη, κατοχυρώνω νομικά μια κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Ν. Σπηλιάδη] … Dictionary of Greek
νομιμοποιώ — νομιμοποίησα, νομιμοποιήθηκα, νομιμοποιημένος, μτβ., κάνω κάτι νόμιμο, έγκυρο, περιβάλλω κατάσταση με τους νόμιμους τύπους: Πρόσφατα νομιμοποίησαν το δεσμό τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ανομιμοποίητος — η, ο ο μη αναγνωρισμένος, μη επικυρωμένος από τον νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον συγγραφέα και πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη] … Dictionary of Greek
νομιμοποίηση — η 1. η περιβολή τού τύπου τής νομιμότητας σε παράνομη σχέση ή κατάσταση 2. νομική στήριξη μιας κατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νομιμοποίητος — η, ο (για εξώγαμο τέκνο) αυτός που αναγνωρίστηκε από τους γεννήτορές του ως γνήσιος εκ τών υστέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
νομιμοποίηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νομιμοποιώ, νομική εγκυρότητα: Νομιμοποίηση των κληρονόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)